Τρίτη 20 Δεκεμβρίου 2016

Τρίκορφο Γρεβενών

Είναι πολύ δύσκολο να προσδιοριστεί η ακριβής χρονολογία ιδρύσεως του χωριού. Από διάφορες πηγές έχουμε τις πληροφορίες ότι ιδρύθηκε παλαιότερα από το 1700. Σύμφωνα με την προφορική παράδοση, το σημερινό χωριό χτίστηκε από οικιστές που ήρθαν από το παλιό χωριό που ήταν περί τα 1000 μέτρα πιο κάτω, στη θέση που είναι η βρύση «Κηπώματα» και το εκκλησάκι του Αγίου Δημητρίου στην κύρια είσοδο του οποίου είναι χαραγμένη η χρονολογία 1881.
Διηγήσεις αναφέρουν ότι ο Άγιος Δημήτριος ήταν παρεκκλήσι και νεκροταφείο ενώ η κύρια εκκλησία του παλαιού χωριού ήταν ακριβώς στο ρέμα που κατεβαίνει από Μεσαριά και διασταυρώνεται με τον αμαξιτό δρόμο προς Χρυσαυγή. Άλλο στοιχείο που μας βεβαιώνει την ύπαρξη εκεί χωριού είναι τα κομμάτια από πήλινα δοχεία, που βρέθηκαν από χωριανούς σκάβοντας τα χωράφια τους στο μέρος εκείνο.




Καμιά πληροφορία δεν υπάρχει για το όνομα του παλιού χωριού, το οποίο καταστράφηκε από τους Τούρκους για αντίποινα ή κατ’ άλλους από τουρκοαλβανικά ασκέρια περί το 1730-1750. Από το χωριό περνούσε κεντρικός δρόμος και ήταν εμφανές το χωριό σε ληστρικές επιθέσεις.


Η προφορική παράδοση λέει ότι μια ομάδα από 7 οικογένειες πήγαν και έκαναν το χωριό Λούντζι, τη σημερινή Καλλονή. Άλλες οικογένειες πήγαν στο Ελευθεροχώρι, πιο δυτικά της Καλλονής, άλλοι στο Κυπαρίσσι. Τρεις πολυμελείς οικογένειες (τριάντα άτομα συνολικά) πήγαν πιο πάνω, στις πλαγιές του Αη-Λιά, σε δασωμένο μέρος. Η τοποθεσία εκεί λειτουργούσε σαν παρατηρητήριο, για να μπορούν οι κάτοικοι να παίρνουν μέτρα προφύλαξης όταν πλησίαζαν τα εχθρικά ασκέρια. 


Δύσκολο είναι να προσδιορίσουμε την αρχική του ονομασία Τριτσικό. ΟΙ πρόγονοί μας αναφέρουν ότι οφείλεται στις τρεις οικογένειες που αρχικά πρωτοκατοίκησαν σε αυτό. Στα λατινικά το τρία συγγενεύει με το τριτς, όπως και στα αλβανικά το τρία λέγεται τσι-τρι και το τριάντα τρίτσετ. Εύκολο είναι να γνωρίζουμε από πού προήλθε το όνομα Τρίκορφο. Προήλθε από τις τρεις συνεχιζόμενες κορυφές των βόρειων υψωμάτων, Αη-Λιάς, Γρεντιές και Κριθάρια.


Είναι δύσκολο να προσδιοριστεί ποιοι ήταν οι πρώτοι οικιστές του χωριού. Δηλαδή, οι τρεις πρώτες οικογένειες που πρωτοκατοίκησαν στις πλαγιές του Αη-Λιά και ίδρυσαν το χωριό Τριτσκό-Τρίκορφο. Η προφορική παράδοση λέει ότι ένας από τους πρώτους οικιστές ήταν ο Ντούμος, πρόγονος των σημερινών Δημοπουλαίων. Αυτό πιθανολογείται γιατί ο Ντούμος είχε πολλά, καλά και διαλεχτά χωράφια καθώς και οικόπεδο στο κέντρο του χωριού. Άλλη μια γνώμη που κυριαρχεί είναι ότι από τους πρώτους οικιστές ήταν ο Τζήκας, πρόγονος των Τζηκαίων, οι οποίοι είχαν τεράστιες εκτάσεις γης. Αναφέρονται όμως και άλλα ονόματα ως πρώτων οικιστών. Αυτά είναι: Ζαρκοδήμος, Λύτρας, Κυριαζής, Καραγιάννης, Καραδήμος κ.ά.


Το Τριτσκό ήταν οικισμός του καζά (επαρχίας) της Ανασελίτσας του σαντζακίου (σαν νομαρχία) των Σερβίων. Το 1910 απαριθμούσε 150 κάτοικους και το 1913 είχε 175. Η γλώσσα τους το 1910--1913 ήταν η ρωμαίικη. Το 1927 μετονομάστηκε σε Τρίκορφο. Στα χρόνια του Αλή Πασά υπήρξε, όπως και τα γειτονικά χωριά Λούντζι (Καλλονή) και Μπίσοβο (Κυπαρίσσι), τσιφλίκι του τουρκαλβανού Σαλή-μπέη ή Σαλεμέκου. Το χωριό απελευθερώθηκε το 1912 με την απελευθέρωση της Ανασελίτσας από τον ελληνικό στρατό.


Τα δύο χωριά, Τριτσκό (Τρίκορφο) και Λούντζι (Καλλονή) από την Τουρκοκρατία μέχρι το 1932 είχαν μια κοινότητα και κοινό ενοικιοστάσιο. Τα δυο χωριά είναι αδέλφια από μια μάννα, το παλιό χωριό που ήταν στον Άγιο Δημήτριο. Αυτό το μαρτυρούν και οι εκκλησίες των δυο χωριών, που είναι αφιερωμένες στον ίδιο Άγιο. Ο Άγιος Νικόλαος και η Παναγία.


Ο ενοριακός ναός είναι αφιερωμένος στον Άγιο Νικόλαο και χτίστηκε το 1857 σύμφωνα με επιγραφή στη δυτική γωνία. Το 1920 έγινε το καμπαναριό που έχει δύο καμπάνες. Βρίσκεται σε ωραία τοποθεσία και στ’ ανατολικά του υπάρχει το νεκροταφείο του χωριού. Ο νάρθηκας έχει πέτρινες παραδοσιακές κολώνες. Οι εικόνες του τέμπλου φέρουν χρονολογίες 1860-1863-1865 και είναι φτιαγμένες από αγιογράφους Σαμαριναίους και από το Τσούρχλι (Άγιος Γεώργιος). Λίγο πιο κάτω από τον ενοριακό ναό βρίσκεται η εκκλησία της Κοίμησης της Θεοτόκου που χτίστηκε το 1928 στη θέση άλλης μικρότερης. Έγινε με χρήματα των κατοίκων που ήταν στην Αμερική και είναι έργο των Νικοπουλαίων από τη Χρυσαυγή. Στο πάνω μέρος, δεξιά της εισόδου του γυναικωνίτη, υπάρχει λιθανάγλυφη εικόνα της Παναγίας Βρεφοκρατούσας που κατασκεύασε ο Γ. Βράγγας για να ξεπληρώσει χρέος μίας λίρας που όφειλε στον Καραματσούκη (Χρήστο Σιώμο).


Στην έκθεσή του ο Επιθεωρητής Δημοτικών Σχολείων Γ.Σακελλάρης, το 1941, γράφει: «Η εκκλησία του χωρίου τούτου ανηγέρθη κατά το έτος 1886, ως αναγράφεται επί λίθου της ανατολικής πλευράς». Υπάρχουν ακόμη ο Άγιος Δημήτριος που χτίστηκε το 1881 από το Νικόλα Ντούμο στη θέση παλιότερης που είχε καταστραφεί και ο Προφήτης Ηλίας που χτίστηκε το 1956 με δαπάνη του Κώστα Χρ. Σιώμου στη θέση όπου βρισκόταν παλιά εικονοστάσι. Τέλος, ο Άγιος Γεώργιος χτίστηκε το 1975, στη θέση Μουσταφά, από τον Αχιλλέα Θ. Τζήκα.


Στον κώδικα αρ. 201 της Μονής της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Ζάβορδας (1534-1692 Ως 19ος αι.) και στην Επαρχία Σισανίου δεν αναφέρεται οικισμός Τριτσκό όπως ήταν γνωστό το χωριό παλιά. Υπάρχει όμως οικισμός Παρατζικό με 7 ονόματα αφιερωτών πριν το 1692 που δύναται να ταυτιστεί με το χωριό καθώς αναφέρεται και στην ίδια σελίδα με τα χωριά Μαγέρι (Δασύλλιο) και Κιάφα (διαλυμένο σήμερα). Στην πρόθεση 421 της Μονής του Μεγάλου Μετεώρου (1592/1593-19ος αι.) αναφέρεται οικισμός Τατησκό με 2 ονόματα αφιερωτών της αρχικής γραφής, ανάμεσα στα χωριά της Μητρόπολης Γρεβενών. Ο Α. Παπαδημητρίου το ταυτίζει πιθανόν με το Δοτσικό (Ντουτσκό). Στην πρόθεση 215 της Μονής του Βαρλαάμ των Μετεώρων (1613-1614) αναφέρεται ως Τριετζικούς με 1 αφιερωτή. Στον κώδικα του 1797 της Μητρόπολης Σισανίου και Σιατίστης αναφέρεται ως χωρίον: Τριτζικόν. Στην απογραφή του 1905 είχε 110 κατοίκους. Στην απογραφή που πραγματοποιήθηκε από τον ελληνικό στρατό το Σεπτέμβριο του 1913 είχε 175 κατοίκους.


Στον εκλογικό κατάλογο του 1914 και του 1920 υπάρχουν 45 άνδρες ψηφοφόροι. Τα επώνυμά τους είναι: Απόστολος, Βούσιος (6), Δεινόπουλος (5), Δομόπουλος, Καρανάσιος, Καραγιάννης (5), Κυρατζής, Καραδήμος (6), Λαμπρόπουλος, Μυτακόπουλος, Μαργαρίτης (2), Μαρανής, Παναγιωτόπουλος (3), Σιμόπουλος (5), Τζώνης, Τζήκας (5). Στην πλειοψηφία τους είναι κτίστες και ακολουθούν γεωργοί και εργάτες. Υπάρχουν επίσης, 2 ποιμένες, ράφτης (Ιωάννης Χ. Βούσιος), ξυλουργός (Ιωάννης Αθ. Δινόπουλος) και ιερέας (Παπαϊωάννης Β. Μαρανής).


Το 1928 είχε 150 κατοίκους, το 1940 167, με νόμιμο πληθυσμό 203 και μόνιμο 196, το 1951 109, το 1961 68 σε 24 νοικοκυριά, το 1971 31, το 1981 72 και το 1991 75. Το 1994 οι εγγεγραμμένοι ήταν 300 άτομα, οι μόνιμοι ήταν 20 κάτοικοι, οι διαμένοντες στην πόλη των Γρεβενών 10, σε άλλες πόλεις 180 και στο εξωτερικό 90. Στην απογραφή του 2001 είχε 65 κατοίκους.


Ο Συνοικισμός Τριτσκό ενώθηκε με την Κοινότητα Λούντζι με το Διάταγμα 17-9-1919 (Φ.Ε.Κ. 211/1919). Με το Δ/μα 20-1-1927 (Φ.Ε.Κ. 18/1927) μετονομάστηκαν σε Κοινότητα Καλλονής και σε Συνοικικισμό Τρικόρφου. Στη συνέχεια το Τρίκορφο αποσπάστηκε και αναγνωρίστηκε σε ιδία Κοινότητα με το Διάταγμα 22-12-1931 (Φ.Ε.Κ. 429/1931). Η έκταση του Τρικόρφου είναι 3.724 στρέμματα. Με την εφαρμογή του "Καποδίστρια" αποτελούσε Δημοτικό Διαμέρισμα του Δήμου Αγίου Κοσμά και στην απογραφή του 2011 είχε 25 κατοίκους. Σήμερα, με την εφαρμογή του "Καλλικράτη" αποτελεί Κοινότητα του Δήμου Γρεβενών. Εκκλησιαστικά ανήκει στη Μητρόπολη της Σιάτιστας. Πανηγυρίζει στις 20 Ιουλίου, του Προφήτη Ηλία.

Info Βικιπαίδεια






Κυριακή 18 Δεκεμβρίου 2016

Το χρώμα στην αρχιτεκτονική των πέτρινων σπιτιών

Κατά τη διάρκεια της μεταπολεμικής περιόδου, στην επαρχιακή χώρα το χρώμα εφαρμόσθηκε εκτενώς στο εσωτερικό των σπιτιών, σε ξύλινα κουφώματα και σε αυλόπορτες. Τα υλικά και τα χρώματα βαφής των τοίχων και των επιφανειών έγιναν οικονομικώς προσβάσιμα σε όλο τον κόσμο και οι άνθρωποι κουρασμένοι ίσως από την εκτενή εφαρμογή του ξύλου και της πέτρας αναζήτησαν τη χαρά των χρωμάτων.
Τα νέα υλικά όπως η λαδομπογιά προσέφεραν ένα ακόμη πλεονέκτημα. Οι επιφάνειες έγιναν λείες και εύκολες στην καθαριότητα, κάτι που έως τότε δεν ήταν δυνατό αφού χρησιμοποιούνταν φυσικά υλικά με μεγάλη απορροφητικότητα.
Στο εσωτερικό των παλιών πέτρινων σπιτιών εφαρμόστηκαν υδροχρώματα στους τοίχους και λαδομπογιές σε μεσάντρες, σε ξύλινες οροφές, σε καμαρόπορτες ακόμη και σε χρηστικά αντικείμενα όπως τραπέζια, καρέκλες, κεφαλάρια κρεβατιών κλπ.
Το χρώμα μπήκε ακόμη και σε τέμπλα εκκλησιών, σε ξυλόγλυπτους δεσποτικούς θρόνους, σε άμβωνες κλπ.
Στους τοίχους των δημόσιων κτιρίων, (κοινότητες και σχολεία) σε καταστήματα και συχνά σε πολλά σπίτια, συναντάμε συνδυασμούς χρωμάτων εξαιρετικής αισθητικής με πρωταγωνιστές πολλές απαλές ή ζωηρότερες αποχρώσεις του μπλε, του γαλάζιου, συχνά έντονου τυρκουάζ, πράσινου, αλλά δεν λείπουν και οι θερμές αποχρώσεις του μπορντώ και του ροζ.
Όλη η χρωματική παλέτα που χρησιμοποιήθηκε στο νεοκλασικισμό, εφαρμόστηκε με επιτυχία στους αυστηρούς πέτρινους όγκους των σπιτιών από εμπειροτέχνες, παραδίδοντας μαθήματα αισθητικής και ζωγραφίζοντας έτσι ύμνους στη χαρά της ζωής...!
Σήμερα, αρκετές δεκαετίες μετά, οι νέοι ιδιοκτήτες των πέτρινων σπιτιών της επαρχίας, τα ανακαίνισαν, αντικατέστησαν τα ζωηρά χρώματα με θλιβερές αποχρώσεις του μπεζ και του καφέ και μετέφεραν σ΄αυτά όλη τη σύγχρονη μικροαστική και πληκτική αισθητική...

Οροφή σπιτιού στη Χρυσαυγή Βοΐου




Κατοικία στο Κριμήνι Βοΐου





Οροφή στους Καλαρρύτες Ιωαννίνων




Λεπτομέρεια εισόδου στο Βυθό Κοζάνης




Παράθυρο στο Δοτσικό Γρεβενών




Επταχώρι Καστοριάς


                                                              Μεσάντρα στους Καλαρρύτες Ιωαννίνων





                                                        Μεσάντρα στη Χρυσαυγή Βοΐου




                                                                 Λεπτομέρεια τέμπλου στο Άνω Βόιο





                                                       Εσωτερικό δωματίου στη Χρυσαυγή Βοΐου






                                                       Πεντάλοφος Κοζάνης








                                                          Τζάκι στη Χρυσαυγή Βοΐου




   
                                                        Πεντάλοφος Κοζάνης




                                                   
                                                       Καστάνιανη Ιωαννίνων





 
                                                                   Πεντάλοφος Κοζάνης





                                                        Χρυσαυγή Βοΐου









Ιερά Μονή Ζάμπορδας






Λεπτομέρεια τέμπλου σε ναό του Βοΐου

Κυριακή 11 Δεκεμβρίου 2016

Χριστός γεννάται..



Θέ μου, το ντέφι άναψε φωτιά
το σύμπαν όλο ένα κερί στο κοιμητήρι της ζωής -φωτιά και πυρκαγιά σ' όλον τον τόπο, και μέσα κι έξω
Χιόνι απόψε.
Και στην εξώθυρα ο θεούλης πεινασμένος
για ψωμί κι αγάπη
Σκυλί με τα δικά του αχ/ να τρέμει, ν' αλυχτά να δίνει μίτο στον λαβύρινθο εκείνης της ψυχής που ανηφόρισε το δύσκολο των ήχων των κραυγών της μέρας / όταν γεννάει την αυγή το θείο:
όταν γεννιέται ένας Χριστός ή
ένα τραγούδι ηπειρώτικο
όταν λαλεί κλαρίνο...

(Φώτης Μότσης)



Πολλά δε θέλει ο άνθρωπος να `ν’ ήμερος να `ναι άκακος
λίγο φαΐ λίγο κρασί Χριστούγεννα κι Ανάσταση..

(Οδ. Ελύτης)



"...να μην ξανακοιμηθεί κανένα όνειρο στον κόσμο καμιά ελπίδα πια να μην πεθάνει.."

Τ. Λειβαδίτης)



Εκεί που διαλογιζόμουν μόνος μου,ήρθε και κάθισε στο νου μου ολάκερο το έτος που τελείωνε εκείνη τη μέρα και δεν άφηνε πίσω του ακόμα παρά λίγες μαύρες ώρες χωρίς ήλιο,σαν άκρη μαύρης ουράς.Eίχε ένα πένθιμο ήθος απάνω του και το λυπήθηκα από την καρδιά μου,που πήγαινε να πνιγεί στον απέραντον ωκεανό των περασμένων.
-Ε! γεροτσέλιγκα! Τι λες;καθόμαστε απόψε ως τα μεσάνυχτα για να ιδούμε πως θα φύγει ο παλιός ο χρόνος και πως θα ΄ρθει ο καινούργιος;
-Α! είν' όμορφο πράγμα, παιδι μου! Γίνεται ένας κλονισμός στην πλάση,ένα βαθύ βουητό,που πρέπει να 'χεις πολύ,πολύ αλαφρό αυτί για να το καταλάβεις. Γίνεται ένα τρομερό ,απόκοσμο κλάμα...Δεν είναι μικρό πράγμα να'ρχεται ένας αλλος και σου παίρνει από τα χέρια σου τα κλειδιά του Κόσμου! Σαν καλή ώρα να'ρθει απόψε ένας άλλος και να μας πει:"φευγάτε από το χειμάδι! Θα καθήσω εγώ!" Είδες τι πόλεμος γένηκε έξω; Τι ήταν,παντεχαίνεις, αυτή η τρομερή νεροποντή; Αυτό το στοιχειοπάλεμα, αυτά τα αστροπελέκια, αυτά τα τραντάγματα της γης; Τι άλλο ήταν,παρά πόλεμος ανάμεσα του ενός χρόνου και του αλλουνού..

Χρήστος Χρηστοβασίλης- "Η καλύτερή μου Αρχιχρονιά"






Η ΓΕΝΝΗΣΗ

Μουγκανίσματα -όταν ετοιμαζόμασταν για την εκκλησιά-, από την αγελάδα και σαν φτάσαμε στο κατώι, έγλυφε το μοσχαράκι της. Κι εκείνο, προσπαθούσε τρεκλίζοντας να σταθεί στα λιανά του πόδια. Το γαλήνιο και καθάριο βλέμμα της στυλωμένο πάνω μας μ’ εμπιστοσύνη. Κρεμάσαμε τη λάμπα πετρελαίου στο γάντζο και στους τοίχους άρχισε η παράσταση: Μάγος, ποιμένες, ζωντανά, ο νιογέννητος Χριστούλης στον κόρφο της μάνας του κι οι χριστουγεννιάτικοι ύμνοι που έφταναν κατά κύματα -με το φύσημα τ’ αγέρα- απ’ τον Αϊ-Νικόλα, διακόσια μέτρα απόσταση. Η ανάσα της ήρεμη, όλο της το είναι αφημένο μ’ εμπιστοσύνη στα χέρια της μάνας, καθώς προσπαθούσε να την ελευθερώσει από το πηχτό πρωτόγαλα -τη γκλιάστρα- μ’ απαλές κινήσεις. Κι όταν μαλάκωσε το στήθος, πήρε το μοσχαράκι αγκαλιά και το ’βαλε να βυζάξει ` άνοιξε το στοματάκι του, παιδεύτηκε λίγο να βρει τις ρώγες και στο τέλος τα κατάφερε. Το γάλα κατέβαινε βάλσαμο και του πότιζε το είναι. Η μάνα του γύρισε το κεφάλι της προσπαθώντας να φτάσει την ουρίτσα να την γλύψει αλλά δεν τα κατάφερε, καθώς το μοσχαράκι ευχαριστημένο την κουνούσε πέρα δώθε.

Μαζέψαμε το λερωμένο άχυρο και απλώσαμε καινούργιο, καθαρό για να ξαπλώσουν. Στην άκρη ο σιούκλος γιομάτος καθαρό νερό από τη στέρνα, κλαδί ξερό δεμένο στην τριχιά κρεμασμένη από τη γρέντα της οροφής και καλαμποκιές από την εποχή της συγκομιδής. Στην ταΐστρα τριφύλλι για επιδόρπιο. Καθώς αποχωρούσαμε, τα μάτια της υγρά, πλημμυρισμένα ευγνωμοσύνη κι ένα ανεπαίσθητο μουγκανητό ευχαριστίας την ώρα που κλείναμε την πόρτα. Πλυθήκαμε, αλλάξαμε ρούχα κι αρέντα για την εκκλησιά. Ο μεγάλος πολυέλαιος, τα καντήλια, οι λαμπάδες και πολλά κεριά όλα αναμμένα και τρυφερά βλέμματα πιστών για τον Μονογενή.

 «Χριστός γεννάται, δοξάσατε …», η στεντόρεια φωνή του Μιχάλ’ Μαρίτση και η ένρινη του Οδυσσέα Σέγα γέμισαν τα τρία κλίτη και τον γυναικωνίτη τ’ Αϊ-Νικόλα. Ο παπα-Βασίλης επιβλητικός στην ωραία πύλη κι έχω τη φωνή του ακόμα στ’ αυτιά μου: «Η Παρθένος σήμερον τον υπερούσιον τίκτει …» όταν απόλυκε η εκκλησιά έτρεξα αφήνοντας πίσω μου τη γιαγιά, τη μάνα, την αδερφή και κατευθείαν στο κατώι. Άνοιξα σιγά-σιγά την πόρτα. Η αγελάδα ξαπλωμένη στ’ άχυρο, κοιμισμένη, με το μικρό βολεμένο στην αγκαλιά της να τινάζει πού και πού τα ποδαράκια του στον ύπνο.

Κάποτε ήρθε κι η αυγή κι έσβησε τη λάμπα. Μυρωδιές γαργαλούσαν τη μύτη μας. Η μάνα ετοίμαζε πρωινό στο μαγειρειό: ομελέτα με αυγά, πρωτόγαλα, τυρί φέτα και καψαλισμένη μπομπότα στην πυροστιά. Κάτσαμε σταυροπόδι γύρω-γύρω στον σοφρά, κάναμε το σταυρό μας και γευτήκαμε τα θεία δώρα.

Άρχισε να πέφτει χιόνι κι έτρεξα στη στρίκα να φέρω το φκιάρι στο μαγερειό ` θα μας χρειαζόταν ν’ ανοίξουμε δρόμο το άλλο πρωί για τα κατώγια, να ταΐσουμε και να ποτίσουμε τα ζωντανά. Ένας κοκκινολαίμης, φορώντας το άλικο κασκόλ του, έψαχνε για κατάλυμα. Τελικά χώθηκε σε μιαν εσοχή κάτω από το γείσο της εξώπορτας. Οι μουριές με υψωμένα τα γυμνά κλαριά τους σε στάση προσευχής και τα σπουργίτια τσιμπούσαν τα ψίχουλα ψωμιού που τους ρίχναμε πάνω στο χιόνι. Άξαφνα φτάσαν φασαριόζικα τα κοτσύφια. Άλλαζαν θέσεις πάνω στα σύρματα του φράχτη δοκιμάζοντας καινούργιες, μέχρις ότου προσγειωθούν στις σωστές. Κι ήταν αυτές οι θέσεις, οι νότες μιας εν προόδω μουσικής σύνθεσης, για μια χειμωνιάτικη ραψωδία που προσπαθούσε να αγκαλιάσει την ψυχή μας και το απέραντο χιονισμένο της τοπίο.

Τάσος Πορφύρης








...ξάφνου περ' απ' το βουνό
γλυκός σημάντρου αχός γροικιέται,
ωσάν βαθειά απ' τον ουρανό
μέσα στην νύχτα να σκορπιέται...
Π. Βασιλικός




To βλογημένο μαντρί

Παραμονή της πρωτοχρονιάς έφτασε σε κάτι χωριά που ήτανε τα πιο φτωχά ανάμεσα στα φτωχοχώρια, στα μέρη της Ελλάδας. Ο παγωμένος αγέρας βογκούσε ανάμεσα στα χαμόδεντρα και στα βράχια, ψυχή ζωντανή δεν φαινότανε, νύχτα πίσσα! Είδε μπροστά του μια ραχούλα, κι από κάτω της ήτανε μια στρούγκα τρυπωμένη. Ο άγιος Βασίλης μπήκε στη στάνη και χτύπησε με το ραβδί του την πόρτα της καλύβας και φώναξε: «Ελεήστε με, τον φτωχό, για την ψυχή των αποθαμένων σας κι ο Χριστός μας διακόνεψε σε τούτον τον κόσμο!». Τα σκυλιά ξυπνήσανε και χυθήκανε απάνω του, μα σαν πήγανε κοντά του και τον μυριστήκανε, πιάσανε και κουνούσανε τις ουρές τους και πλαγιάζανε στα ποδάρια του και γρούζανε παρακαλεστικά και χαρούμενα.

Απάνω σ αυτά, άνοιξε η πόρτα και βγήκε ένας τσοπάνης, ως εικοσιπέντε χρονών παλληκάρι, με μαύρα στριφτά γένια, ο Γιάννης ο Μπαρμπάκος, άνθρωπος αθώος κι απελέκητος, προβατάνθρωπος, και πριν να καλοϊδεί ποιός χτύπησε, είπε: «Έλα, έλα μέσα. Καλή μέρα, καλή χρονιά!».

Μέσα στο καλύβι έφεγγε ένα λυχνάρι, κρεμασμένο από πάνω από μία κούνια, που ήτανε δεμένη σε δυο παλούκια. Δίπλα στο τζάκι ήτανε τα στρωσίδια τους και κοιμότανε η γυναίκα του Γιάννη. Αυτός, σαν μπήκε μέσα ο άγιος Βασίλης, κι είδε πως ήτανε γέρος σεβάσμιος, πήρε το χέρι του και το ανεσπάσθηκε κι είπε: «Να χω την ευχή σου, γέροντα», και το ’λεγε σαν να τον γνώριζε κι από πρωτύτερα, σα να ’τανε πατέρας του.
Και κείνος του είπε: «Βλογημένος να σαι, εσύ κι όλο το σπιτικό σου, και τα πρόβατά σου η ειρήνη του Θεού να ναι απάνω σας!». Σηκώθηκε κ η γυναίκα και πήγε και προσκύνησε και κείνη τον γέροντα και φίλησε το χέρι του και τη βλόγησε. Κι ο άγιος Βασίλης ήτανε σαν καλόγερος ζητιάνος, με μια σκούφια παλιά στο κεφάλι του, και τα ράσα του ήτανε τριμμένα και μπαλωμένα και τα τσαρούχια του τρύπια, κι είχε κι ένα παλιοτάγαρο αδειανό. Ο Γιάννης ο Βλογημένος έβαλε ξύλα στο τζάκι. Και παρευθύς, φεγγοβόλησε το καλύβι και φάνηκε σαν παλάτι. Και φανήκανε τα δοκάρια, σα να ’τανε μαλαμοκαπνισμένα, κι οι πητιές που ήτανε κρεμασμένες φανήκανε σαν καντήλια, κι οι καρδάρες και τα τυροβόλια και τ’ άλλα τα σύνεργα που τυροκομούσε ο Γιάννης, γινήκανε σαν ασημένια, και σαν πλουμισμένα με διαμαντόπετρες φανήκανε, και τ’ άλλα, τα φτωχά τα πράγματα που χε μέσα στο καλύβι του ο Γιάννης ο Βλογημένος.
Και τα ξύλα που καιγόντανε στο τζάκι τρίζανε και λαλούσανε σαν τα πουλιά που λαλούνε στον παράδεισο, και βγάζανε κάποια ευωδιά πάντερπνη.

Τον άγιο Βασίλη τον βάλανε κι έκατσε κοντά στη φωτιά κι η γυναίκα του ’θεσε μαξιλάρια να ακουμπήσει. Κι ο γέροντας ξεπέρασε το ταγάρι του από το λαιμό του και το βαλε κοντά του, κι έβγαλε και το παλιόρασό του κι απόμεινε με το ζωστικό του. Κι ο Γιάννης ο Βλογημένος πήγε κι άρμεξε τα πρόβατα μαζί με τον παραγυιό του, κι έβαλε μέσα στην κοφινέδα τα νιογέννητα τ’ αρνιά, κι ύστερα χώρισε τις ετοιμόγεννες προβατίνες και τις κράτησε στο μαντρί, κι ο παραγυιός τα ’βγαλε τ’ άλλα στη βοσκή. Λιγοστά ήτανε τα ζωντανά του, φτωχός ήτανε ο Γιάννης, μα ήτανε Βλογημένος.
Κι είχε μία χαρά μεγάλη, σε κάθε ώρα, μέρα και νύχτα, γιατί ήτανε καλός άνθρωπος κι είχε και καλή γυναίκα, κι όποιος λάχαινε να περάσει από την καλύβα τους, σαν να ’τανε αδελφός τους, τον περιποιόντανε. Για τούτο κι ο άγιος Βασίλης κόνεψε στο σπίτι τους, και κάθησε μέσα, σα να ’τανε δικό του σπίτι, και βλογηθήκανε τα θεμέλιά του. Κείνη τη νύχτα τον περιμένανε όλες οι πολιτείες και τα χωριά της Οικουμένης, οι αρχόντοι, οι δεσποτάδες κι οι επίσημοι ανθρώποι μα εκείνος δεν πήγε σε κανέναν, παρά πήγε και κόνεψε στο καλύβι του Γιάννη του Βλογημένου.

* * *

Το λοιπόν, σαν σκαρίσανε τα πρόβατα, μπήκε μέσα ο Γιάννης και λέγει στον άγιο: «Γέροντα, έχω χαρά μεγάλη. Θέλω να μας διαβάσεις τα γράμματα τ’ Άη-Βασίλη.
Εγώ είμαι άνθρωπος αγράμματος, μα αγαπώ τα γράμματα της θρησκείας μας. Έχω και μία φυλλάδα από έναν γούμενο αγιονορίτη, κι όποτε τύχει να περάσει κανένας γραμματιζούμενος, τον βάζω και μου διαβάζει από μέσα την φυλλάδα, γιατί δεν έχουμε κοντά μας εκκλησία».

Έπιασε και θαμπόφεγγε κατά το μέρος της ανατολής. Ο άγιος Βασίλης σηκώθηκε και στάθηκε κατά την ανατολή κι έκανε το σταυρό του, ύστερα έσκυψε και πήρε μία φυλλάδα από το ταγάρι του, κι είπε: «Ευλογητός ο Θεός ημών πάντοτε, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων».

Κι ο Γιάννης ο Βλογημένος πήγε και στάθηκε από πίσω του, και η γυναίκα βύζαξε το μωρό και πήγε και κείνη και στάθηκε κοντά του, με σταυρωμένα χέρια.

Κι ο άγιος Βασίλης είπε το «Θεός Κύριος» και το απολυτίκιο της Περιτομής «Μορφήν αναλλοιώτως ανθρωπίνην προσέλαβες», δίχως να πει και το δικό του το απολυτίκιο που λέγει «Εις πάσαν την γην εξήλθεν ο φθόγγος σου».

Η φωνή του ήτανε γλυκιά και ταπεινή, κι ο Γιάννης κι η γυναίκα του νοιώθανε μεγάλη κατάνυξη, κι ας μην καταλαβαίνανε τα γράμματα. Και είπε ο άγιος Βασίλης όλον τον Όρθρο και τον Κανόνα της Εορτής: «Δεύτε λαοί άσωμεν άσμα Χριστώ τω Θεώ, χωρίς να πει το δικό του τον Κανόνα, που λέγει «Σου την φωνήν έδει παρείναι, Βασίλειε».

Και ύστερα είπε όλη τη λειτουργία κι έκανε απόλυση και τους βλόγησε. Και σαν καθήσανε στο τραπέζι και φάγανε κι αποφάγανε, έφερε η γυναίκα τη βασιλόπιτα και την έβαλε απάνω στο σοφρά.

Κι ο άγιος Βασίλης πήρε το μαχαίρι και σταύρωσε τη βασιλόπιτα, κι είπε: «Εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος κ έκοψε το πρώτο το κομμάτι κι είπε «του Χριστού» κι ύστερα είπε «της Παναγίας», κι ύστερα είπε «του νοικοκύρη Γιάννη του Βλογημένου».
Του λέγει ο Γιάννης: «Γέροντα, ξέχασες τον άη- Βασίλη!».
Του λέγει ο άγιος: «Ναι, καλά! κι ύστερα λέγει: «Του δούλου του Θεού Βασιλείου». Κι ύστερα λέγει πάλι: «Του νοικοκύρη, «της νοικοκυράς», «του παιδιού», «του παραγυιού», «των ζωντανών», «των φτωχών».

Τότε λέγει στον άγιο ο Γιάννης ο Βλογημένος: «Γέροντα, γιατί δεν έκοψες για την αγιοσύνη σου;
Του λέγει ο άγιος: «Έκοψα, Βλογημένε!» μα, ο Γιάννης δεν κατάλαβε τίποτα, ο μακάριος. Κι ύστερα, σηκώθηκε όρθιος ο άγιος Βασίλειος κι είπε την ευχή του «Κύριε ο Θεός μου, οίδα ότι ουκ ειμί άξιος, ουδέ ικανός, ίνα υπό την στέγην εισέλθεις του οίκου της ψυχής μου».
Κι είπε ο Γιάννης ο Βλογημένος: «Πες μου, γέροντα, που ξέρεις τα γράμματα, σε ποιά παλάτια άραγες πήγε σαν απόψε ο άγιος Βασίλης; οι αρχόντοι κι οι βασιλιάδες τι αμαρτίες να χουνε; Εμείς οι φτωχοί είμαστε αμαρτωλοί, επειδής η φτώχεια μας κάνει να κολαζόμαστε».

Κι ο άγιος Βασίλης δάκρυσε κι είπε πάλι την ευχή, αλλοιώτικα: «Κύριε, ο Θεός μου, οίδα ότι ο δούλος σου Ιωάννης ο απλούς εστίν άξιος και ικανός ίνα υπό την στέγην του εισέλθεις. Ότι νήπιος υπάρχει και τα μυστήριά Σου τοις νηπίοις αποκαλύπτεται».

Και πάλι δεν κατάλαβε τίποτα ο Γιάννης ο μακάριος, ο Γιάννης ο Βλογημένος...

(Φ. Κόντογλου)