...Άνοιξε το πακέτο σχίζοντας το σκληρό χαρτί και παρουσιάστηκε ένα χαρτονένιο κουτί με τη φίρμα ενός Γιαννιώτικου ζαχαροπλαστείου. Χαμογέλασε... αν είναι Γιαννιώτικος μπακλαβάς να μου λείπει, αρκετά περιττά κιλά με ταλαιπωρούν τελευταία. Καθώς όμως άνοιξε το κουτί μια αψιά μυρωδιά του ’σπασε τη μύτη. Μια μυρωδιά καταχωνιασμένη στο παρελθόν –πόσες δεκαετίες; – οι αισθητήρες της μνήμης άρχιζαν να ψάχνουν τι να κρύβει το πεντακάθαρο μαντίλι με δαντέλλα κεντημένο στις άκρες του , ομορφοδεμένο σε φιόγκο. Βγάζοντάς το από το κουτί το τοποθέτησε στο τζάμι του γραφείου να το περιεργαστεί καλύτερα. Πρόσεξε μια καρτούλα που ήταν στη βάση του κουτιού κι έγραφε: Παναγιώτη, κράνια απ’ την πατρίδα!
Καθώς άνοιξε το μαντίλι η μυρωδιά τους ξεχύθηκε, ελεύθερη πια, στο γραφείο, στις πολυθρόνες, στη βιβλιοθήκη, στις κουρτίνες, στη γλάστρα με το αλεξανδρινό. Το χρώμα τους γυαλιστερό κόκκινο, μια ολόφρεσκη πληγή στο σώμα της μνήμης, μιας μνήμης ζωντανής αιμάσσουσας σε πρώτο πλάνο και στο βάθος πεδίου, τα ανεπανάληπτα τοπία της...
Η Μάνα έφτιαχνε μαρμελάδα με τα κράνια. Τα άφηνε μια-δυο μέρες απλωμένα σ’ ένα σινί να τα βλέπει ο ήλιος και κατόπιν τ’ άδειαζε σε μια μεγάλη κατσαρόλα και έριχνε τόσο νερό, ώστε να καλυφθούν απ’ αυτό. Έβαζε την κατσαρόλα στην πυροστιά και τραβούσε κάρβουνα από το τζάκι. Αφού έπαιρναν ένα χόχλο, τα κατέβαζε από τη φωτιά. Τα άφηνε και κρύωναν και μετά με μια κουτάλα τα μετέφερε από την κατσαρόλα στο ντριμόνι. Τα πατούσε με την παλάμη της για να βγει τη τροφή και να πέσει σε μια λεκάνη που είχε τοποθετήσει από κάτω. Τη μετέφερε στην κατσαρόλα και την έβαζε πάλι στη φωτιά για να δέσει ρίχνοντας ζάχαρη με το μάτι ή, αν δεν είχαμε ζάχαρη, έριχνε πετιμέζι που φτιάχναμε από τα δικά μας σταφύλια. Την ανακάτευε για να μην κολλήσει κι όταν έπεφτε από την κουτάλα κομμάτι-κομμάτι, ήταν έτοιμη. Την άφηνε να κρυώσει και την μετέφερε σε καθαρά γυάλινα βάζα. Πριν καπακώσει τα βάζα έριχνε λίγο τσίπουρο ώστε να καλυφθεί όλη η επιφάνεια, προφυλάγοντας τη μαρμελάδα από την πιθανότητα να μουχλιάσει. Η μαρμελάδα κρατούσε ένα χρόνο το λιγότερο. Ήταν μια καταπληκτική λιχουδιά, ιδιαίτερα όταν την αλείφαμε σε φέτες φρέσκιας ζεστής μπομπότας. Η γεύση της ήταν λίγο ξινή –«μοχούτσικη» που έλεγε η μάνα–, τόση ώστε να σπάει την πολλή γλυκάδα και να τρώγεται πιο ευχάριστα.
Πού πήγαν οι παλάμες σου, Μάνα! Μ’ αυτές έπλενες, ζύμωνες, μας χάιδευες, έκανες χωράφι, μαγείρευες και καμιά φορά –σπάνια– μας έδινες και κανένα φούσκο για κάποια σκανταλιά μας. Ανακατεμένες μυρωδιές από λαχτάρες, φρεσκοπλυμένα σεντόνια, κυριακάτικα φαγητά στο φούρνο και κείνη την ιδιαίτερη γεύση του άγουρου φιλιού που μας κράταγε άυπνους για μέρες. Όλα αυτά πολιορκούσαν τη ζωή του, πολιορκούσαν το χώρο του, ώσπου τα μέσα κύματα ζητούσαν επιτακτικά διέξοδο και τη βρήκαν...
Τάσος Πορφύρης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου