Κυριακή 13 Νοεμβρίου 2016

Οι καμινάδες




Δεν είναι που οι καμινάδες έχουν μια αυτοτέλεια και χαρακτηρίζονται από τα υλικά κατασκευής τους π.χ. πέτρες, τούβλα, ντενεκέδες...
Είναι που από έξοδος καπνού είναι και είσοδος του βλέμματός μας στο εσωτερικό του σπιτιού. To βλέμμα που κατεβαίνει από την καμινάδα, θρονιάζεται στην πυροστιά ανακαλύπτοντας σιγά σιγά τον χώρο κι αρχίζει να περιδιαβάζει στα δωμάτια σταματώντας στις παλιές φωτογραφίες των προγόνων, σταματώντας στα φαγωμένα από κουρασμένα βήματα σκαλοπάτια, στις μπίμτσες όπου ευωδιάζουν ακόμα αλλοτινές μυρωδιές. Και είναι αυτό το βλέμμα που γέρνει από μνήμες που θα καλωσορίσει όσους μπαίνουν από την κυρία είσοδο και ερευνούν με περιέργεια ένα παρελθόν που τους γεμίζει ευδαιμονία καθώς συμμετείχαν στη διαμόρφωση αυτού του παρελθόντος με ένα κομμάτι της ζωής τους και που τώρα το ανταμώνουν.
To νόστιμον ήμαρ - η ημέρα της επιστροφής - για κάθε «Οδυσσέα» είναι το ανεπανάληπτο συμβάν μετά την καθενός «Οδύσσεια», όταν γαληνεύουν τα νερά και φαίνονται οι χαμένες «Ατλαντίδες» και τα κάθε είδους «ναυάγια» της νιότης μας...
Η δική μου μνήμη έχει σφηνωθεί σε εκείνη την εποχή που έβραζε στο τζάκι το κουρκούτι στη μεγάλη κατσαρόλα για τη μαμαλίγκα και στην πλάκα την ολόμαυρη και λεία που ζεσταίνονταν πάνω στην πυροστιά και υποδέχονταν τον χυλό. Σε δευτερόλεπτα το φύλλο ήταν έτοιμο μεταφερόταν στο τεψί πασπαλιζόταν με τριμμένο καρύδι και κατόπιν το άλλο ως που να γεμίσει το τεψί...
Και ο λαγός στιφάδο με κλεισμένο το καπάκι με ζυμάρι για να βράζει με τον ατμό του και σπάνια, το μεγάλο καζάνι να βράσει το νερό για τις ανάγκες της γέννας. Και τι να πούμε για τα κούτσουρα που μας ταξίδευαν με τις φλόγες τους και τους τριγμούς τους στους λόγγους και στα ρουμάνια με την πανίδα τους. Τα τζάκια έκαιγαν χωρίς σταματημό κι από το βράδυ κουβαλούσαμε ξύλα από τη σταβιά μέσα στο σπίτι γιατί δεν γνωρίζαμε τι καιρός θα ξημερώσει, όπως φέρναμε μέσα και το φτυάρι γιατί η νύχτα μπορούσε να μας επιφυλάξει εκπλήξεις, δηλαδή ένα μπόι χιόνι και πρωί-πρωί έπρεπε να ανοίξουμε δρόμο ως τα κατώγια για να θρέψουμε τα ζωντανά.
Οι καμινάδες λοιπόν, πέρα από την αισθητική τους παρουσία είναι και μια πληγή που δεν λέει να κλείσει στο κορμί της μνήμης. Μιας μνήμης που μας οδηγεί άσφαλτα στον απωλεσθέντα παράδεισό μας..
(Τ. Πορφύρης)

Δευτέρα 7 Νοεμβρίου 2016

Τα τσίπουρα του Νοέμβρη

Μύρισε γλυκάνισος στο βορρά και φέτος το Νοέμβρη. Αιώνες τώρα στα ρακοκάζανα παρασκευάζεται με τον ίδιο ακριβώς τρόπο -καζάνι, ογλάς και δεξαμενή νερού- το αγαπημένο ποτό της υπαίθρου, το τσίπουρο.
Διαφανές και αρωματικό, πρωταγωνιστεί στις συντροφιές ανεβάζοντας το κέφι ή συντροφεύοντας τις λύπες των ανθρώπων του λαού μας, στις δυνατές στιγμές της ζωής τους.
Η ιστορία της παραγωγής του τσίπουρου χάνεται στο βάθος του χρόνου, με αρχή περίπου το 14ο αιώνα στα μοναστήρια του Αγίου Όρους.
Η όλη επεξεργασία της απόσταξης συχνά μετατρέπεται σε γλέντι και πάντα αποτελεί μια μυσταγωγική διαδικασία για τους συμμετέχοντες.
Τα φθινοπωρινά χρώματα, η μυρωδιά του καπνού -αρχέγονα συνδεδεμένη μαζί μας- το βρεγμένο χώμα και η συντροφιά, συμβάλουν ώστε το τσίπουρο να μεταβληθεί σε ιδιαίτερο απόσταγμα.
Απόσταγμα της ψυχής μας..















Το γεφύρι του Μύλου στο Ζιάκα Γρεβενών


Οι πληροφορίες για ένα μονότοξο γεφύρι στην περιοχή του Ζιάκα, με δυσκολία στην πρόσβαση και χωρίς επίσημη καταγραφή μας έδωσαν την ιδέα να το ψάξουμε. Μετά από έρευνα στην περιοχή και με τα λιγοστά στοιχεία που είχαμε, συναντήσαμε ένα πανέμορφο μικρό γεφύρι.


 Μισογκρεμισμένο και με το κατάστρωμα γεμάτο με αρκετό χώμα προσέφερε υπέροχη εικόνα στο φθινοπωρινό τοπίο αλλά η πρόσβαση του ακόμη κι όταν το είδαμε ήταν πραγματικά δύσκολη.



 Δύσβατες πλαγιές με ασταθές χώμα και βλάστηση. Το προσεγγίσαμε όσο περισσότερο μπορούσαμε και μπορέσαμε να το φωτογραφίσουμε από αρκετές πλευρές. Μας εντυπωσίασε το πλάτος του, δυσανάλογα μεγάλο με το μήκος του. 




Πολλοί από τους κατοίκους της περιοχής δεν ήξεραν ούτε την ύπαρξη του και μόνο κάποιοι ηλικιωμένοι μας είπαν πως το περνούσαν όταν ήταν ακόμη παιδιά. 
Οι ελάχιστες πληροφορίες που συλλέξαμε από το διαδίκτυο και από πενιχρή βιβλιογραφία μιλούν για ένα μη καταγεγραμμένο γεφύρι το οποίο δεν έχει χαρακτηριστεί ως ιστορικό και διατηρητέο μνημείο. Πως σύμφωνα με πληροφορίες κτίστηκε το 1835 με άγνωστους τους κατασκευαστές και το χορηγό του.  




Ονομαζόταν γεφύρι του Μύλου (αφού εκεί κοντά υπήρχε νερόμυλος με την ονομασία "Μύλος του Βέτου"), γεφύρι στου Φλώρου το χωράφι ή γεφύρι στην Γκαμήλα.
Εμείς, παρατηρήσαμε πως το ρέμα που γεφύρωνε δεν έχει πια νερό και ίσως αυτός να είναι και ο λόγος που δεν έχει γκρεμιστεί ακόμη..


.