Κυριακή 11 Δεκεμβρίου 2016

Χριστός γεννάται..



Θέ μου, το ντέφι άναψε φωτιά
το σύμπαν όλο ένα κερί στο κοιμητήρι της ζωής -φωτιά και πυρκαγιά σ' όλον τον τόπο, και μέσα κι έξω
Χιόνι απόψε.
Και στην εξώθυρα ο θεούλης πεινασμένος
για ψωμί κι αγάπη
Σκυλί με τα δικά του αχ/ να τρέμει, ν' αλυχτά να δίνει μίτο στον λαβύρινθο εκείνης της ψυχής που ανηφόρισε το δύσκολο των ήχων των κραυγών της μέρας / όταν γεννάει την αυγή το θείο:
όταν γεννιέται ένας Χριστός ή
ένα τραγούδι ηπειρώτικο
όταν λαλεί κλαρίνο...

(Φώτης Μότσης)



Πολλά δε θέλει ο άνθρωπος να `ν’ ήμερος να `ναι άκακος
λίγο φαΐ λίγο κρασί Χριστούγεννα κι Ανάσταση..

(Οδ. Ελύτης)



"...να μην ξανακοιμηθεί κανένα όνειρο στον κόσμο καμιά ελπίδα πια να μην πεθάνει.."

Τ. Λειβαδίτης)



Εκεί που διαλογιζόμουν μόνος μου,ήρθε και κάθισε στο νου μου ολάκερο το έτος που τελείωνε εκείνη τη μέρα και δεν άφηνε πίσω του ακόμα παρά λίγες μαύρες ώρες χωρίς ήλιο,σαν άκρη μαύρης ουράς.Eίχε ένα πένθιμο ήθος απάνω του και το λυπήθηκα από την καρδιά μου,που πήγαινε να πνιγεί στον απέραντον ωκεανό των περασμένων.
-Ε! γεροτσέλιγκα! Τι λες;καθόμαστε απόψε ως τα μεσάνυχτα για να ιδούμε πως θα φύγει ο παλιός ο χρόνος και πως θα ΄ρθει ο καινούργιος;
-Α! είν' όμορφο πράγμα, παιδι μου! Γίνεται ένας κλονισμός στην πλάση,ένα βαθύ βουητό,που πρέπει να 'χεις πολύ,πολύ αλαφρό αυτί για να το καταλάβεις. Γίνεται ένα τρομερό ,απόκοσμο κλάμα...Δεν είναι μικρό πράγμα να'ρχεται ένας αλλος και σου παίρνει από τα χέρια σου τα κλειδιά του Κόσμου! Σαν καλή ώρα να'ρθει απόψε ένας άλλος και να μας πει:"φευγάτε από το χειμάδι! Θα καθήσω εγώ!" Είδες τι πόλεμος γένηκε έξω; Τι ήταν,παντεχαίνεις, αυτή η τρομερή νεροποντή; Αυτό το στοιχειοπάλεμα, αυτά τα αστροπελέκια, αυτά τα τραντάγματα της γης; Τι άλλο ήταν,παρά πόλεμος ανάμεσα του ενός χρόνου και του αλλουνού..

Χρήστος Χρηστοβασίλης- "Η καλύτερή μου Αρχιχρονιά"






Η ΓΕΝΝΗΣΗ

Μουγκανίσματα -όταν ετοιμαζόμασταν για την εκκλησιά-, από την αγελάδα και σαν φτάσαμε στο κατώι, έγλυφε το μοσχαράκι της. Κι εκείνο, προσπαθούσε τρεκλίζοντας να σταθεί στα λιανά του πόδια. Το γαλήνιο και καθάριο βλέμμα της στυλωμένο πάνω μας μ’ εμπιστοσύνη. Κρεμάσαμε τη λάμπα πετρελαίου στο γάντζο και στους τοίχους άρχισε η παράσταση: Μάγος, ποιμένες, ζωντανά, ο νιογέννητος Χριστούλης στον κόρφο της μάνας του κι οι χριστουγεννιάτικοι ύμνοι που έφταναν κατά κύματα -με το φύσημα τ’ αγέρα- απ’ τον Αϊ-Νικόλα, διακόσια μέτρα απόσταση. Η ανάσα της ήρεμη, όλο της το είναι αφημένο μ’ εμπιστοσύνη στα χέρια της μάνας, καθώς προσπαθούσε να την ελευθερώσει από το πηχτό πρωτόγαλα -τη γκλιάστρα- μ’ απαλές κινήσεις. Κι όταν μαλάκωσε το στήθος, πήρε το μοσχαράκι αγκαλιά και το ’βαλε να βυζάξει ` άνοιξε το στοματάκι του, παιδεύτηκε λίγο να βρει τις ρώγες και στο τέλος τα κατάφερε. Το γάλα κατέβαινε βάλσαμο και του πότιζε το είναι. Η μάνα του γύρισε το κεφάλι της προσπαθώντας να φτάσει την ουρίτσα να την γλύψει αλλά δεν τα κατάφερε, καθώς το μοσχαράκι ευχαριστημένο την κουνούσε πέρα δώθε.

Μαζέψαμε το λερωμένο άχυρο και απλώσαμε καινούργιο, καθαρό για να ξαπλώσουν. Στην άκρη ο σιούκλος γιομάτος καθαρό νερό από τη στέρνα, κλαδί ξερό δεμένο στην τριχιά κρεμασμένη από τη γρέντα της οροφής και καλαμποκιές από την εποχή της συγκομιδής. Στην ταΐστρα τριφύλλι για επιδόρπιο. Καθώς αποχωρούσαμε, τα μάτια της υγρά, πλημμυρισμένα ευγνωμοσύνη κι ένα ανεπαίσθητο μουγκανητό ευχαριστίας την ώρα που κλείναμε την πόρτα. Πλυθήκαμε, αλλάξαμε ρούχα κι αρέντα για την εκκλησιά. Ο μεγάλος πολυέλαιος, τα καντήλια, οι λαμπάδες και πολλά κεριά όλα αναμμένα και τρυφερά βλέμματα πιστών για τον Μονογενή.

 «Χριστός γεννάται, δοξάσατε …», η στεντόρεια φωνή του Μιχάλ’ Μαρίτση και η ένρινη του Οδυσσέα Σέγα γέμισαν τα τρία κλίτη και τον γυναικωνίτη τ’ Αϊ-Νικόλα. Ο παπα-Βασίλης επιβλητικός στην ωραία πύλη κι έχω τη φωνή του ακόμα στ’ αυτιά μου: «Η Παρθένος σήμερον τον υπερούσιον τίκτει …» όταν απόλυκε η εκκλησιά έτρεξα αφήνοντας πίσω μου τη γιαγιά, τη μάνα, την αδερφή και κατευθείαν στο κατώι. Άνοιξα σιγά-σιγά την πόρτα. Η αγελάδα ξαπλωμένη στ’ άχυρο, κοιμισμένη, με το μικρό βολεμένο στην αγκαλιά της να τινάζει πού και πού τα ποδαράκια του στον ύπνο.

Κάποτε ήρθε κι η αυγή κι έσβησε τη λάμπα. Μυρωδιές γαργαλούσαν τη μύτη μας. Η μάνα ετοίμαζε πρωινό στο μαγειρειό: ομελέτα με αυγά, πρωτόγαλα, τυρί φέτα και καψαλισμένη μπομπότα στην πυροστιά. Κάτσαμε σταυροπόδι γύρω-γύρω στον σοφρά, κάναμε το σταυρό μας και γευτήκαμε τα θεία δώρα.

Άρχισε να πέφτει χιόνι κι έτρεξα στη στρίκα να φέρω το φκιάρι στο μαγερειό ` θα μας χρειαζόταν ν’ ανοίξουμε δρόμο το άλλο πρωί για τα κατώγια, να ταΐσουμε και να ποτίσουμε τα ζωντανά. Ένας κοκκινολαίμης, φορώντας το άλικο κασκόλ του, έψαχνε για κατάλυμα. Τελικά χώθηκε σε μιαν εσοχή κάτω από το γείσο της εξώπορτας. Οι μουριές με υψωμένα τα γυμνά κλαριά τους σε στάση προσευχής και τα σπουργίτια τσιμπούσαν τα ψίχουλα ψωμιού που τους ρίχναμε πάνω στο χιόνι. Άξαφνα φτάσαν φασαριόζικα τα κοτσύφια. Άλλαζαν θέσεις πάνω στα σύρματα του φράχτη δοκιμάζοντας καινούργιες, μέχρις ότου προσγειωθούν στις σωστές. Κι ήταν αυτές οι θέσεις, οι νότες μιας εν προόδω μουσικής σύνθεσης, για μια χειμωνιάτικη ραψωδία που προσπαθούσε να αγκαλιάσει την ψυχή μας και το απέραντο χιονισμένο της τοπίο.

Τάσος Πορφύρης








...ξάφνου περ' απ' το βουνό
γλυκός σημάντρου αχός γροικιέται,
ωσάν βαθειά απ' τον ουρανό
μέσα στην νύχτα να σκορπιέται...
Π. Βασιλικός




To βλογημένο μαντρί

Παραμονή της πρωτοχρονιάς έφτασε σε κάτι χωριά που ήτανε τα πιο φτωχά ανάμεσα στα φτωχοχώρια, στα μέρη της Ελλάδας. Ο παγωμένος αγέρας βογκούσε ανάμεσα στα χαμόδεντρα και στα βράχια, ψυχή ζωντανή δεν φαινότανε, νύχτα πίσσα! Είδε μπροστά του μια ραχούλα, κι από κάτω της ήτανε μια στρούγκα τρυπωμένη. Ο άγιος Βασίλης μπήκε στη στάνη και χτύπησε με το ραβδί του την πόρτα της καλύβας και φώναξε: «Ελεήστε με, τον φτωχό, για την ψυχή των αποθαμένων σας κι ο Χριστός μας διακόνεψε σε τούτον τον κόσμο!». Τα σκυλιά ξυπνήσανε και χυθήκανε απάνω του, μα σαν πήγανε κοντά του και τον μυριστήκανε, πιάσανε και κουνούσανε τις ουρές τους και πλαγιάζανε στα ποδάρια του και γρούζανε παρακαλεστικά και χαρούμενα.

Απάνω σ αυτά, άνοιξε η πόρτα και βγήκε ένας τσοπάνης, ως εικοσιπέντε χρονών παλληκάρι, με μαύρα στριφτά γένια, ο Γιάννης ο Μπαρμπάκος, άνθρωπος αθώος κι απελέκητος, προβατάνθρωπος, και πριν να καλοϊδεί ποιός χτύπησε, είπε: «Έλα, έλα μέσα. Καλή μέρα, καλή χρονιά!».

Μέσα στο καλύβι έφεγγε ένα λυχνάρι, κρεμασμένο από πάνω από μία κούνια, που ήτανε δεμένη σε δυο παλούκια. Δίπλα στο τζάκι ήτανε τα στρωσίδια τους και κοιμότανε η γυναίκα του Γιάννη. Αυτός, σαν μπήκε μέσα ο άγιος Βασίλης, κι είδε πως ήτανε γέρος σεβάσμιος, πήρε το χέρι του και το ανεσπάσθηκε κι είπε: «Να χω την ευχή σου, γέροντα», και το ’λεγε σαν να τον γνώριζε κι από πρωτύτερα, σα να ’τανε πατέρας του.
Και κείνος του είπε: «Βλογημένος να σαι, εσύ κι όλο το σπιτικό σου, και τα πρόβατά σου η ειρήνη του Θεού να ναι απάνω σας!». Σηκώθηκε κ η γυναίκα και πήγε και προσκύνησε και κείνη τον γέροντα και φίλησε το χέρι του και τη βλόγησε. Κι ο άγιος Βασίλης ήτανε σαν καλόγερος ζητιάνος, με μια σκούφια παλιά στο κεφάλι του, και τα ράσα του ήτανε τριμμένα και μπαλωμένα και τα τσαρούχια του τρύπια, κι είχε κι ένα παλιοτάγαρο αδειανό. Ο Γιάννης ο Βλογημένος έβαλε ξύλα στο τζάκι. Και παρευθύς, φεγγοβόλησε το καλύβι και φάνηκε σαν παλάτι. Και φανήκανε τα δοκάρια, σα να ’τανε μαλαμοκαπνισμένα, κι οι πητιές που ήτανε κρεμασμένες φανήκανε σαν καντήλια, κι οι καρδάρες και τα τυροβόλια και τ’ άλλα τα σύνεργα που τυροκομούσε ο Γιάννης, γινήκανε σαν ασημένια, και σαν πλουμισμένα με διαμαντόπετρες φανήκανε, και τ’ άλλα, τα φτωχά τα πράγματα που χε μέσα στο καλύβι του ο Γιάννης ο Βλογημένος.
Και τα ξύλα που καιγόντανε στο τζάκι τρίζανε και λαλούσανε σαν τα πουλιά που λαλούνε στον παράδεισο, και βγάζανε κάποια ευωδιά πάντερπνη.

Τον άγιο Βασίλη τον βάλανε κι έκατσε κοντά στη φωτιά κι η γυναίκα του ’θεσε μαξιλάρια να ακουμπήσει. Κι ο γέροντας ξεπέρασε το ταγάρι του από το λαιμό του και το βαλε κοντά του, κι έβγαλε και το παλιόρασό του κι απόμεινε με το ζωστικό του. Κι ο Γιάννης ο Βλογημένος πήγε κι άρμεξε τα πρόβατα μαζί με τον παραγυιό του, κι έβαλε μέσα στην κοφινέδα τα νιογέννητα τ’ αρνιά, κι ύστερα χώρισε τις ετοιμόγεννες προβατίνες και τις κράτησε στο μαντρί, κι ο παραγυιός τα ’βγαλε τ’ άλλα στη βοσκή. Λιγοστά ήτανε τα ζωντανά του, φτωχός ήτανε ο Γιάννης, μα ήτανε Βλογημένος.
Κι είχε μία χαρά μεγάλη, σε κάθε ώρα, μέρα και νύχτα, γιατί ήτανε καλός άνθρωπος κι είχε και καλή γυναίκα, κι όποιος λάχαινε να περάσει από την καλύβα τους, σαν να ’τανε αδελφός τους, τον περιποιόντανε. Για τούτο κι ο άγιος Βασίλης κόνεψε στο σπίτι τους, και κάθησε μέσα, σα να ’τανε δικό του σπίτι, και βλογηθήκανε τα θεμέλιά του. Κείνη τη νύχτα τον περιμένανε όλες οι πολιτείες και τα χωριά της Οικουμένης, οι αρχόντοι, οι δεσποτάδες κι οι επίσημοι ανθρώποι μα εκείνος δεν πήγε σε κανέναν, παρά πήγε και κόνεψε στο καλύβι του Γιάννη του Βλογημένου.

* * *

Το λοιπόν, σαν σκαρίσανε τα πρόβατα, μπήκε μέσα ο Γιάννης και λέγει στον άγιο: «Γέροντα, έχω χαρά μεγάλη. Θέλω να μας διαβάσεις τα γράμματα τ’ Άη-Βασίλη.
Εγώ είμαι άνθρωπος αγράμματος, μα αγαπώ τα γράμματα της θρησκείας μας. Έχω και μία φυλλάδα από έναν γούμενο αγιονορίτη, κι όποτε τύχει να περάσει κανένας γραμματιζούμενος, τον βάζω και μου διαβάζει από μέσα την φυλλάδα, γιατί δεν έχουμε κοντά μας εκκλησία».

Έπιασε και θαμπόφεγγε κατά το μέρος της ανατολής. Ο άγιος Βασίλης σηκώθηκε και στάθηκε κατά την ανατολή κι έκανε το σταυρό του, ύστερα έσκυψε και πήρε μία φυλλάδα από το ταγάρι του, κι είπε: «Ευλογητός ο Θεός ημών πάντοτε, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων».

Κι ο Γιάννης ο Βλογημένος πήγε και στάθηκε από πίσω του, και η γυναίκα βύζαξε το μωρό και πήγε και κείνη και στάθηκε κοντά του, με σταυρωμένα χέρια.

Κι ο άγιος Βασίλης είπε το «Θεός Κύριος» και το απολυτίκιο της Περιτομής «Μορφήν αναλλοιώτως ανθρωπίνην προσέλαβες», δίχως να πει και το δικό του το απολυτίκιο που λέγει «Εις πάσαν την γην εξήλθεν ο φθόγγος σου».

Η φωνή του ήτανε γλυκιά και ταπεινή, κι ο Γιάννης κι η γυναίκα του νοιώθανε μεγάλη κατάνυξη, κι ας μην καταλαβαίνανε τα γράμματα. Και είπε ο άγιος Βασίλης όλον τον Όρθρο και τον Κανόνα της Εορτής: «Δεύτε λαοί άσωμεν άσμα Χριστώ τω Θεώ, χωρίς να πει το δικό του τον Κανόνα, που λέγει «Σου την φωνήν έδει παρείναι, Βασίλειε».

Και ύστερα είπε όλη τη λειτουργία κι έκανε απόλυση και τους βλόγησε. Και σαν καθήσανε στο τραπέζι και φάγανε κι αποφάγανε, έφερε η γυναίκα τη βασιλόπιτα και την έβαλε απάνω στο σοφρά.

Κι ο άγιος Βασίλης πήρε το μαχαίρι και σταύρωσε τη βασιλόπιτα, κι είπε: «Εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος κ έκοψε το πρώτο το κομμάτι κι είπε «του Χριστού» κι ύστερα είπε «της Παναγίας», κι ύστερα είπε «του νοικοκύρη Γιάννη του Βλογημένου».
Του λέγει ο Γιάννης: «Γέροντα, ξέχασες τον άη- Βασίλη!».
Του λέγει ο άγιος: «Ναι, καλά! κι ύστερα λέγει: «Του δούλου του Θεού Βασιλείου». Κι ύστερα λέγει πάλι: «Του νοικοκύρη, «της νοικοκυράς», «του παιδιού», «του παραγυιού», «των ζωντανών», «των φτωχών».

Τότε λέγει στον άγιο ο Γιάννης ο Βλογημένος: «Γέροντα, γιατί δεν έκοψες για την αγιοσύνη σου;
Του λέγει ο άγιος: «Έκοψα, Βλογημένε!» μα, ο Γιάννης δεν κατάλαβε τίποτα, ο μακάριος. Κι ύστερα, σηκώθηκε όρθιος ο άγιος Βασίλειος κι είπε την ευχή του «Κύριε ο Θεός μου, οίδα ότι ουκ ειμί άξιος, ουδέ ικανός, ίνα υπό την στέγην εισέλθεις του οίκου της ψυχής μου».
Κι είπε ο Γιάννης ο Βλογημένος: «Πες μου, γέροντα, που ξέρεις τα γράμματα, σε ποιά παλάτια άραγες πήγε σαν απόψε ο άγιος Βασίλης; οι αρχόντοι κι οι βασιλιάδες τι αμαρτίες να χουνε; Εμείς οι φτωχοί είμαστε αμαρτωλοί, επειδής η φτώχεια μας κάνει να κολαζόμαστε».

Κι ο άγιος Βασίλης δάκρυσε κι είπε πάλι την ευχή, αλλοιώτικα: «Κύριε, ο Θεός μου, οίδα ότι ο δούλος σου Ιωάννης ο απλούς εστίν άξιος και ικανός ίνα υπό την στέγην του εισέλθεις. Ότι νήπιος υπάρχει και τα μυστήριά Σου τοις νηπίοις αποκαλύπτεται».

Και πάλι δεν κατάλαβε τίποτα ο Γιάννης ο μακάριος, ο Γιάννης ο Βλογημένος...

(Φ. Κόντογλου)



















Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου