Τρίτη 22 Δεκεμβρίου 2020

H Χρυσαυγή Βοΐου ντυμένη στα λευκά...


Ένα μαγικό ταξίδι στην ολόλευκη Χρυσαυγή Βοΐου. 




 ΜΕΡΕΣ ΑΠΟ ΠΑΛΙΟ ΓΕΝΑΡΗ

Που λες,

στην πατρίδα

το χιόνι είναι πέπλο

κι αγκαλιάζει όλη την πλάση.


Δεν είναι όπως στην πόλη

σιδερένια πανοπλία

που κάνει τους ανθρώπους

να μουδιάζουν,

να κλείνονται στα σπίτια

μη τους βρει η βαρυχειμωνιά.


Το χιόνι στην πατρίδα

-μη γελάς-

είναι αλλιώτικο.

Το καρτερούν οι άνθρωποι

για να ντυθούν

τ’ άσπρο πουκάμισο του Θεού.


Το καρτερούν

και δε φοβούνται

αέρηδες και παγωνιά.

Έχουν ασπίδα τα βουνά,

τα Όντρια, τον Όρλιακα, τη Σκούρτζα

και μέσα τους κουρνιάζουν,

ξαποσταίνουν.


Στο πρώτο χιόνι

αχάραγα ξυπνούν

κι ανοίγουν μονοπάτια με τα φτυάρια.

Λαβύρινθο ανοίγουν

και μέσα στα σοκάκια του

διαβάζουν τις πατημασιές που αφήνουν,

το θάνατο και τη ζωή διαβάζουν,

τα εφήμερα περάσματα απ’ τη γης.


Που λες,

στην πατρίδα

δεν έχει ο χειμώνας μοναξιά.

Έχει μονάχα γέλια

κι ηπειρώτικα τραγούδια,

τζάκια αναμμένα στου Γενάρη τις

γιορτές

και παραθύρια που φεγγοβολούν.


Στον τόπο αυτόν οι άνθρωποι

τα δύσκολα μονάχα αγαπούν.

Πίνουν το χιόνι σε ποτήρι του κρασιού

καθάριο χιόνι, διάφανο,

μεταλαβιά από μέρες παιδικές

κι από ουράνια καλοσύνη.


(Χάιδω Μπούσιου) 







Τριγύρω μου χορεύουνε ολόλευκες νιφάδες
τον ύπνο μου επισκέπτονται παράξενες κυράδες...

(Δημήτρης Ζερβουδάκης)






Τι το θες το τηλέφωνο στο χωριό -μου 'λεγαν- ένα μήνα
Όλον κι όλον το χρησιμοποιείς και θα πληρώνεις
πάγια για δώδεκα κι εγώ χαιρόμουνα πως τους είχα δώσει
την εντύπωση ενός υποκειμένου σαν ελόγου τους πως
κανένας τους δεν μπορούσε να ανιχνεύσει το μέσα δάσος μου.
Έτσι χαιρόμουνα την απεριόριστη έκταση της ελευθερίας
τηλεφωνώντας τους έντεκα μήνες στο σπίτι μου να το ακούσω πώς
περνά μόνο κι εγκαταλειμμένο να το παρηγορώ να μου
απαντάει με σπασμένη φωνή να μπαίνουν στη γραμμή ο Βοριάς
κι ο Νόστος διεκδικώντας ο καθένας για λογαριασμό του
να προσπαθώ να το ξαναπιάσω και να βουίζει παίρνω τον
Ο.Τ.Ε. ανησυχώντας μου απαντάει πως υπάρχει βλάβη στο
Δίκτυο προερχόμενη από θεομηνία να προσπαθήσω αύριο ..

(Τ. Πορφύρης) 






Παγωμένη όπως το πρωινό μετά τη δημιουργία,
με αυστηρές φόρμες,
παρουσιάζεται τώρα η γη,
υπολογίσιμη..

(Durs Grunbein)



Χιών χιόνι κοκορόχιονο χιονόνερο νιφετός.
Υδατώδη ατμοσφαιρικά κατακρημνίσματα
αναντάμ παπαντάμ...

(Μ. Γκανάς)




Φτιάχνω γραφή, φτιάχνω γραφή στην άνοιξη
και γράμμα του και γράμμα του χειμώνα

Τα χιόνια να μην λιώσουνε
να μην λαλούν τ’ αηδόνια να μην λαλούν τ’ αηδόνια

Διαβάτη πέρασε από δω
μ’ ένα πικρό μ’ ένα πικρό χαμπέρι

Και λέει πως σε παντρεύανε
αυτό το καλοκαίρι αυτό το καλοκαίρι

Γέλα και γλέ, γέλα και γλέντα χάροντα
βάστα με σαν, Βάστα με σαν χορεύω

Χαράμι πήγε η ζωή
στους όρκους να πιστεύω, στους όρκους να πιστεύω.

( Υφαντής Δημήτρης)



Έλεγε ο μπάρμπας ο Αντώνης, ζωή να 'χει, με κουβέντες και με τσίπουρο. Λόγια συβρασμένα μέσα στην αψάδα του ξερικού σταφυλιού και στον ίσκιο της φωτιάς, ζυμωμένα στα ρόζια της παλάμης και στην ακάμωτη ελπίδα.

Έλεγε για τα χιόνια που πάγωναν εκείνο τον καιρό τον τόπο όλο, που ορφάνευαν τις γειτονιές ολάκερες και τα χωριά και τα τοπία σύμπαντα κι έκαναν πλούσια τα όνειρα.

Κι ήταν Νοέμβρης, για Δεκέμβρης. Είχε κι ο θεός, κι ετούτος κι ο άλλος, είχε κι ο κόσμος λησμονήσει τον καιρό. Μέρες θολές. Χαμένες στα κατώγια της απαντοχής για ξαστεριά. Και για τις μέρες όπου θα βύζαινε ο κόσμος απ' το σταφύλι το ρακί. Μέρες βασιλεμμένες μ' ένα πελώριο γινάτι να καιροφυλακτεί συμμαζεμένο σάμπως το χορταμένο φίδι που δεν μπορεί να ξαναμπεί στην τρύπα όπου φώλιαζε: ένα γινάτι απ' το πρωί ίσαμε το βράδυ που βόηθαγε τον κόσμο και τα θρασά τ' αποδημητικά που είχαν διαλέξει να μείνουν - ή κιόλας είχαν ξαστοχήσει να φύγουν - να διαβούν το σώμα του χειμώνα, ν' αντέξουν την οργή και την ανάσα του.

Ήταν οι ώρες που χιόνιζε. Ώρες που χιόνιζε απαλά. Πέφταν νιφάδες σαν τα παληκαράκια απ' την ψηλή τη σταφυλιά που τσάκισε, στο χώμα. Κι εκεί που ανέμενες να τσακιστούν, ακούμπαγαν σαν φτερωτοί αγγέλοι καταγής. Είχαν και το χαμόγελο στο χέρι, έτοιμα να δώκουν το σταφύλι: σαν το θεό τη χάρη του.

Χιόνιζε. Χιόνιζε απαλά, κατά πως περνάει ο μεγαλοδύναμος τα ζόρια του και τις δοκιμασίες στην πλάση του. Διάλεγε τις νιφάδες μια προς μια μέσα στις τεράστιες παλάμες του και τις φύσαγε κατόπιν προστατευτικά ολούθε. Ωσάν γιγάντιος μουσικός που μοιράζει νότες σ' έναν αποσταμένο κόσμο προκειμένου να τον εναρμονίσει με τον ψίθυρο του ρυακιού και το σιγοτράγουδο της κουμαριάς και να τόνε ξεκουράσει.

Χειμώνας καιρός. Και χιόνιζε. Χιόνιζε σ' όλες τις μεριές και στα τόπια όλα. Κρύο. Παγωνιά. Μονάχα στην καρδιά του ιιπαρμπα 'Ντώνη έκαιγε ζεστή, καλή φωτίτσα. Που κάθε λίγο και λιγάκι φούnτωνε σαν πυρκαγιά, σαν για να πάρει φωτιά η πλάση όλη. Και που άφηνε στα παγωμένα τσιροπούλια και στα αποκαμωμένα από το ψύχος κοτσύφια απάγκιο τόπο να στήσουν τη φωλιά τους και τον ερωτά τους. Στην καρδιά του.

(Φώτης Μότσης)






..γιατί υπάρχουν παιδιά που ζουν μέσα σε ορισμένους ενήλικους σαν λαθρεπιβάτες..

(Ο. Ελύτης)






Αυτοί που ονειρεύονται την ημέρα είναι γνώστες πολλών πραγμάτων που διαφεύγουν από εκείνους που ονειρεύονται μόνο τη νύχτα..

(Έντγκαρ Άλλαν Πόε)





"Ερχονταν οι κοκκινολαιμηδες ,οι παπαδιτσες και οι τσιομπες στα παραθυρια,τους ριχναμαν τριμματα .Καμια φορα στηναμαν το ντριμονι και τα πιαναμαν αλλα τα αφηναμαν αμεσως.

Το σχολειο δεν σταματουσε ποτε ,μπροστα η μανα μου ξεφτυαριζε και ανοιγε δρομο απο πισω εμεις με την τσαντα στο ενα χερι και στο αλλο ενα ξυλο για τη σομπα του που ηταν μαντεμενια και ψηλη.Ο δασκαλος μας μαθαινε σκι με κατι πεδιλα που τα ειχαν φτιαξει χωριανοι απο φραξο και σημερα ειναι στο γραφειο του ορειβατικου για ενθυμιο.

Ο ταχυδρομος δεν ερχονταν ,αυτοκινητο δεν εφτανε τοτε στο χωριο.Τα ζωντανα τα κρατουσαν μεσα και τα τα'ι'ζαν ζα'ι'ρε.και καρπο.Η νυχτα γενονταν μερα και καπου καπου ακουγονταν αγριοπετεινοι.

Μαζευονταν οι γυναικες στο μαντζατο,ψεναμαν πατατες και κρομυδια στη μασινα ,επλεκαν πατουνα παιζαμαν χαρτια και κουκουβακες και ελεγαν ιστοριες για τον πολεμο και για τους ανταρτες.Εξω ολα ηταν βουβα ,ασπρα και απολυτα.Οταν ειχε ξεροπαγιες ελαμπαν τα αστρα και το φεγγαρι και οταν φυσουσε ανεμοσουριζε το χιονι απο την Αστρακα.

Μια φορα απο το πολυ χιονι εσπασαν γρεντες.Οι μερες και οι νυχτες περνουσαν αργα κι ας ηταν ασπρες.Ποσο θελω και τωρα να περνουν αργα!Οταν χιονιζε γενονταν αυτα.Στον τοπο μου και στο χρονο μου.

Οχι φωτογραφια δεν εχω απο τοτε τα φωτογραφισα στη μνημη μου..."

(Ελένη Σκούρτη )

ένας μικρός χριστός γεννιέται πάλι αύριο,
μόνος στον κόσμο
ένας μικρός χριστός που ζωγραφίζει θαμπά
στο τζάμι δέντρα για τα παιδιά,
καράβια για τα όνειρα,
ένα παραμύθι της αγάπης για τους απελπισμένους...

(Τ. Νικηφόρου)






Απ’ έξω το τίποτα λάμπει
σε άσπρη δόξα…

(Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ)

Ήταν τότε που ξενιτεύτηκε, που πέταξε σαν το πουλί ο Νάσος, ο μικρότερος γιος του σπιτιού. Η μάνα, γιόρταζε τ'όνομα του κάθε χρόνο τ' Αη-Θανασιού κι ας έλειπε εκείνος.
Σταθερά κάθε τόσο της έστελνε γράμμα: "Σεβαστή μου μητέρα, ασπάζομαι..."
Αμίλητη, συγκινημένη, αξιοπρεπής, με την πληγή της ψυχής της να αιμορραγεί, μου ζητούσε αφού δεν ήξερε γράμματα, να της το διαβάσω πολλές φορές προτού το διπλώσει και διπλοκλειδώσει στο δεξί συρτάρι της μεσάντρας.
Την άκουγα ύστερα να τραγουδά,

τι να σου στείλω ξένε μου
τι να σου μολογήσω
σου στέλνω μήλο σέπεται
κυδώνι μαραγκιάζει
σου στέλνω και το δάκρυ μου
σ'ενα χρυσό μαντήλι..

Και μένα οι σκέψεις μου, πολυάριθμες αγέλες, κάλπαζαν στην ξένη χώρα που μου φαινόταν τόσο μα τόσο γκρίζα...

(Βαλεντίνα Μπούσιου )




Μια τέτοια νύχτα, πριν από χρόνια,
κάποιος περπάτησε μόνος, δεν ξέρω πόσα
λασπωμένα χιλιόμετρα.
Νύχτα και συννεφιά χωρίς άστρα.
Ξημερώματα μπήκε στα Γιάννενα.

Στο πρώτο χάνι έφαγε, και κοιμήθηκε
τρία μερόνυχτα. Ξύπνησε απ’ το χιόνι
που έπεφτε μαλακά, στάθηκε στο παράθυρο
κι άκουγε τα κλαρίνα.
Πότε θαμπά και πότε δίπλα του,
όπως τα ’φερνε ο άνεμος.
Κι άκουσε μετά τη φωνή
πεντακάθαρη, από κάπου κοντά,
σαν αλύχτημα και σαν να την έσφαζαν
τη γυναίκα κι ούτε καβγάς ούτε
τίποτε άλλο, χιόνιζε όλη νύχτα στα Γιάννενα.
Ξημερώματα πλήρωσε τι χρωστούσε
και γύρισε στο χωριό του.

Στα πενήντα του θα ’τανε
με γκρίζα μαλλιά και τρεις θυγατέρες
ανύπαντρες, χήρος τέσσερα χρόνια,
με τη μαύρη κάπα στις πλάτες,
και τι χιόνι σήκωσαν τούτες οι πλάτες
κανένας δεν το ’μαθε.
Κανένας!

(Γυάλινα Γιάννενα -Μιχάλης Γκανάς)





Άρχισε να πέφτει χιόνι κι έτρεξα στη στρίκα να φέρω το φκιάρι στο μαγερειό ` θα μας χρειαζόταν ν’ ανοίξουμε δρόμο το άλλο πρωί για τα κατώγια, να ταΐσουμε και να ποτίσουμε τα ζωντανά. Ένας κοκκινολαίμης, φορώντας το άλικο κασκόλ του, έψαχνε για κατάλυμα. Τελικά χώθηκε σε μιαν εσοχή κάτω από το γείσο της εξώπορτας. Οι μουριές με υψωμένα τα γυμνά κλαριά τους σε στάση προσευχής και τα σπουργίτια τσιμπούσαν τα ψίχουλα ψωμιού που τους ρίχναμε πάνω στο χιόνι. Άξαφνα φτάσαν φασαριόζικα τα κοτσύφια. Άλλαζαν θέσεις πάνω στα σύρματα του φράχτη δοκιμάζοντας καινούργιες, μέχρις ότου προσγειωθούν στις σωστές. Κι ήταν αυτές οι θέσεις, οι νότες μιας εν προόδω μουσικής σύνθεσης, για μια χειμωνιάτικη ραψωδία που προσπαθούσε να αγκαλιάσει την ψυχή μας και το απέραντο χιονισμένο της τοπίο.

(Τάσος Πορφύρης)




Χιονίζει μνήμες απόψε...

(Νίκος Πενταράς)






Σε τρεις μέρες
το χιόνι εισχώρησε παντού.
Έντυσε
τους λασπωμένους δρόμους
με λευκά μονοπάτια?
τα βαριά ρούχα των ανθρώπων
έβαψε με άσπρη πούδρα
και δύο σώματα
από Ανατολή και Δύση
τα έσμιξε σε ένα.

Μια πρόσκαιρη
δόση ευτυχίας
σαν τις νιφάδες του χιονιού
που λιώνουν
μόλις τα χέρια ακουμπήσουν

(Σιδέρης Ντιούδης)




Σαν με επισημότητα όλος ο τόπος σωπαίνει!

Από το κρύο πάγωσε ο αγέρας, το χιόνι τρέμει και από
τα βλέμματά μου το χνώτο μου αχνίζει, και τα
γένια είναι ξερά σαν πάγος!
Μα εμπρός, πάντα εμπρός!

(Nikolaus Lenau)






Πέφτει το χιόνι τώρα και σκεπάζει
με μια δική του απόρρητη δικαιοσύνη
τις πράξεις και τις παραλείψεις μας
τις χαρές και τις λύπες μας
τα μεγαλόπνοα σχέδια και τις μικρότητές μας
τους έρωτες
τις φιλίες
τα λάθη μας και τις εξάρσεις.

Κατευνάζει την αλαζονεία?
διδάσκει την ισότητα?
χορηγεί την ειρήνη.

Χιόνι της Ευσπλαχνίας -όχι της Ορφάνιας.
Χιόνι της Συγκατάβασης -όχι της Τιμωρίας.

Χιόνι της μυστικής αγάπης πια.

(Ανέστης Ευαγγέλου)




Φέρτε παλτά, φέρτε κουβέρτες και σκουφιά
ήρθαν τα χιόνια και τα κρύα στις αυλές μας
φέρτε να βράσουμε ροφήματα ζεστά
να ζεσταθούνε επιτέλους οι καρδιές μας.

Ήρθε ο χειμώνας ο σοφός για να οργανώσει
βραδιές με κάστανα γύρω απ’ τη φωτιά
τρεις μήνες μένει κι επιμένει να ενώσει
τους φίλους όλους σε σπιτάκια γιορτινά.

(Σαββόπουλος Διονύσης )





Κι αν χιονίζει στο πνεύμα/ κι αν κρυώνουν οι μεγάλες/ ιδέες/ ο κόσμος πρέπει να προχωρήσει.

(Νίκος Καρούζος)